- μνησιχάρη
- μνησιχάρη, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ. «ἡδονή»>.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι- (βλ. μιμνήσκω) + -χάρη (-χαρος < χαίρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνησιχάρη — gaiety fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)